- εύθριγκος
- εὔθριγκος, -ον (Α)1. αυτός που έχει καλά κατασκευασμένο θριγκό2. (γενικά) ο καλά κατασκευασμένος («βασίλειά τ᾿ ἀμφιβλήματ' εὔθριγκοί θ' ἕδραι», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θριγκός «το πάνω από τους στύλους τμήμα τού οικοδομήματος»].
Dictionary of Greek. 2013.